αντίλαλος — ο ανάκλαση ήχου, αντιβούισμα, αντήχηση 2. απήχηση, αντίκτυπος, εντύπωση … Dictionary of Greek
χιλιαντίλαλος — ο, Ν μεγάλος αντίλαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + αντίλαλος] … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
αντήχηση — Το φαινόμενο της ενίσχυσης του ήχου ο οποίος παράγεται μέσα σε έναν σχετικά περιορισμένο χώρο, εξαιτίας της συμβολής των ανακλώμενων κυμάνσεων. Για να συμβεί το φαινόμενο αυτό της α., πρέπει να υπάρχει μεταξύ των πηγών του ήχου και του εμποδίου… … Dictionary of Greek
αντιβοή — η αντήχηση, αντίλαλος … Dictionary of Greek
αντιλάλημα — το 1. αντήχηση, αντίλαλος 2. λάλημα πετεινού μετά από λάλημα άλλου … Dictionary of Greek
αντιλαλιά — η (Μ ἀντιλαλιά) ο αντίλαλος νεοελλ. ο ήχος από τα κουδούνια των προβάτων … Dictionary of Greek
απόηχος — ο 1. ο ήχος που προέρχεται από αντανάκλαση, αντίλαλος, η ηχώ 2. ο ασθενής λόγω απόστασης ήχος, ο ήχος που εξασθενίζει, που βρίσκεται στο τέλος του 3. η εντύπωση ή η κατάσταση που επακολουθεί μετά από ένα σημαντικό συμβάν, ο αντίκτυπος … Dictionary of Greek
ηχολόγημα — το παραγωγή ήχων, αντήχηση, αντίλαλος, αχολόγημα, ηχολόι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηχολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… … Dictionary of Greek